ΠΡΟΣ
- Υπουργό Δικαιοσύνης , Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
κ. Χαράλαμπο Αθανασίου
- Υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης
κ. Κυριάκο Μητσοτάκη
Κοινοποίηση
- Υπουργό Οικονομικών
κ. Γιάννη Στουρνάρα
- Υπουργό Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης & Πρόνοιας
Κ. Γιάννη Βρούτση
Θέμα: Άμεση απόσυρση του άρθρου 105 του Σχεδίου Νόμου «Φορολογία εισοδήματος- επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις»και των προωθούμενων τροποποιήσεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τα ασφαλιστικά μέτρα και τις προσωρινές διαταγές
Κύριοι Υπουργοί,
Με το άρθρο 105 του Σχεδίου Νόμου «Φορολογία εισοδήματος- επείγοντα μέτρα εφαρμογής του Ν. 4046/2012 και του Ν. 4127/2013 και άλλες διατάξεις» επιχειρείται, μέσω της τροποποίησης διατάξεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ένα βαρύ πλήγμα στην προσωρινή δικαστική προστασία των εργαζομένων τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα.
Η προωθούμενη νομοθετική ρύθμιση στοχεύει στην παύση ισχύος των εκδοθεισών προσωρινών διαταγών, ενώ συγχρόνως θέτει περιορισμούς ουσιαστικούς, χρονικούς και διαδικαστικούς, στη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και στην έκδοση προσωρινών διαταγών. Ο λόγος, μάλιστα, προώθησης της συγκεκριμένης ρύθμισης, που είναι η μαζική απομάκρυνση εργαζομένων, που διατηρούν τις θέσεις εργασίας τους, με αποφάσεις ασφαλιστικών μέτρων ή προσωρινές διαταγές, που έχουν ήδη πιθανολογήσει τη βασιμότητα των δικαιωμάτων τους, καθιστά περισσότερο έκθετη στη κοινή γνώμη την προώθηση της συγκεκριμένης ρύθμισης, η οποία συνιστά συνταγματική και θεσμική εκτροπή. Η παραπάνω στόχευση καθίσταται μάλιστα σαφής και με την προωθούμενη κατάργηση της πρόσφατης διάταξης του άρθρου 732 Α ΚΠολΔ (που προστέθηκε με το άρθρο 64 του ν. 4139/2013, ΦΕΚ Α74/20-3-2013) που επιτρέπει, σε περίπτωση υπερημερίας του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας του εργαζόμενου, να διαταχθεί από το δικαστήριο, ως ασφαλιστικό μέτρο, η προσωρινή απασχόλησή του μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής για την κύρια υπόθεση .
Όπως είναι γνωστό, το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος περιλαμβάνει και την προσωρινή δικαστική προστασία. Είναι, συνεπώς, συνταγματικά ανεπίτρεπτη η -με οποιοδήποτε τρόπο και μορφή- απαγόρευση ή περιορισμός της προσωρινής δικαστικής προστασίας. Το μέτρο αποκτά ιδιαίτερη απαξία όταν η προωθούμενη ρύθμιση, μεταξύ άλλων κατηγοριών πολιτών που μπορούν να ζητήσουν προσωρινή δικαστική προστασία, αφορά, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Σ), τους εργαζομένους, και ιδίως αυτούς που έχουν απολυθεί ακύρως, οι οποίοι αποτελούν το ασθενέστερο μέρος στην εργασιακή σχέση και έχουν, ως εκ της θέσης τους, μεγαλύτερη ανάγκη προστασίας.
Με την προωθούμενη ρύθμιση, επιπλέον, έχουμε και ανεπίτρεπτη επέμβαση του νομοθέτη στο έργο της δικαστικής λειτουργίας, η οποία συνιστά παραβίαση της αρχής της διάκρισης των λειτουργιών που καθιερώνουν τα άρθρα 26, 73 επ., 87 επ. και 110 παρ. 1 του Συντάγματος. Όπως είναι γνωστό, η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στα έργα της δικαστικής και να επιβάλουν λύση επί διαφορών επί των οποίων μόνο η τελευταία μπορεί να αποφαίνεται. Επιπλέον, η προωθούμενη ρύθμιση του Σχεδίου Νόμου υποβαθμίζει δραματικά το επίπεδο προστασίας των εργαζομένων και το δικαίωμα στη θέση εργασίας τους και συνεπώς αντίκειται ευθέως και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και ειδικότερα στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο αυτής της Σύμβασης.
Είναι γνωστό ότι μέσω της προσωρινής δικαστικής προστασίας επιχειρείται η αποτροπή ή αποκατάσταση της σοβαρής βλάβης που υφίσταται ο εργαζόμενος από αντισυμβατικές , παράνομες ή καταχρηστικές μεταβολές στην εργασιακή του σχέση, μέχρι να την οριστική περάτωση της κύριας υπόθεσης . Η προσωρινή προστασία των δικαιωμάτων των μισθωτών, που απορρέουν από την εργασιακή τους σχέση, είναι αναγκαία και επιβεβλημένη λόγω και του αργού ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης, για τον οποίο, ασφαλώς, δεν ευθύνονται οι ίδιοι. Γιατί με την απόφαση της κύριας δίκης δεν υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε αποκατάσταση της βλάβης, που προκαλείται π.χ. στο δικαίωμα απασχόλησης του μισθωτού στο μεσοδιάστημα. Οποιοσδήποτε περιορισμός της προσωρινής δικαστικής προστασίας τυχόν επιχειρηθεί, ουσιαστικά, θα μετακυλίσει τον κίνδυνο από τις βλαπτικές μεταβολές, τις απολύσεις και την καθυστέρηση απονομής της δικαιοσύνης, στους εργαζόμενους .
Οι χρονικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις που θέτει η προωθούμενη ρύθμιση για τη χορήγηση και την ισχύ των προσωρινών διαταγών [συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων μέσα σε 30 ημέρες, μη αναβολή ή ματαίωση της συζήτησης, δημοσίευση της απόφασης του δικαστηρίου των ασφαλιστικών μέτρων μέσα σε είκοσι ημέρες από τη συζήτηση ή, επί άκυρης απόλυσης, αναβολή της συζήτησης της αγωγής μόνο μία φορά, μόνο για λόγους ανώτερης βίας και σε δικάσιμο εντός των επόμενων σαράντα ημερών, υποχρέωση έκδοσης της απόφασης εντός εξήντα ημερών, μη ματαίωση της συζήτησης ή παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής ] είναι γνωστό ότι με τους σημερινούς ρυθμούς απονομής της Δικαιοσύνης είναι αδύνατον ή εξαιρετικά δύσκολο να τηρηθούν, για λόγους που δεν αφορούν τους μισθωτούς, θέτοντας έτσι σε άμεσο κίνδυνο την ύπαρξη ή διατήρηση της προσωρινής δικαστικής προστασίας των εργαζομένων.
Σε μια περίοδο που τα εργασιακά δικαιώματα καταρρέουν και το δικαίωμα στη θέση εργασίας δεν είναι πλέον αυτονόητο και αδιαμφισβήτητο, η παροχή έννομης και ιδίως προσωρινής δικαστικής προστασίας, αποτελεί συχνά το τελευταίο καταφύγιο του αδυνάτου. Για τους λόγους αυτούς η σχεδιαζόμενη ρύθμιση πρέπει να αποσυρθεί άμεσα, γιατί τυχόν προώθησή της προς ψήφιση, εκτός του ότι θα αντιμετωπίσει συνταγματικά προβλήματα εφαρμογής, επιπλέον θα κατεδαφίσει και τα τελευταία αναχώματα προστασίας που το δίκαιό μας εγγυάται και θα επιφέρει ένα ακόμη πλήγμα στο ήδη απορυθμισμένο νομοθετικό πλαίσιο, που διέπει τις εργασιακές σχέσεις στη χώρα μας.
Για τη Γ.Σ.Ε.Ε.
Ο Πρόεδρος Ο Γεν. Γραμματέας
Γιάννης Παναγόπουλος Νικόλαος Κιουτσούκης |